- πάραυλος
- πάραυλοςdwelling besidemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάραυλος — (I) ον, Α αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στην αυλή ή αυτός που προέρχεται από κοντινή απόσταση («τίνος βοή πάραυλος ἐξέβη νάπους;» ποια βοή έφθασε εδώ από το κοντινό δάσος; Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐλή]. (II) ον, Α 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
πάραυλον — πάραυλος dwelling beside masc/fem acc sg πάραυλος dwelling beside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραύλοις — πάραυλος dwelling beside masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάραυλα — πάραυλος dwelling beside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
παραυλίζω — Α [πάραυλος (Ι)] 1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῑς», Ευρ.) 2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον 3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις»,… … Dictionary of Greek
παραυλώ — έω, Α [πάραυλος (II)] παίζω τον αυλό κοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράφωνα … Dictionary of Greek
παραύλια — τά, Α [πάραυλος (Ι)] 1. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ παρὰ τὴν αὐλὴν μέρη» 2. (κατά τον Φώτ.) «πρόσχωρα» … Dictionary of Greek